- τυροειδής
- -ές, Ν1. όμοιος με τυρί2. φρ. «τυροειδής εκφύλιση» ή «τυροειδής νέκρωση»ιατρ. η τυροειδοποίηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός/ τυρίνη + -ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυρώδης — ες / τυρώδης, ῶδες, ΝΑ [τυρός] τυροειδής νεοελλ. φρ. «τυρώδης νέκρωση» ιατρ. μορφή νέκρωσης που εμφανίζεται σε φυματίωση, αλλ. τυροειδής εκφύλιση ή τυροειδής αλλοίωση ή τυροειδοποίηση … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek